×
Μοδίστρα from el.m.wiktionary.org
Ουσιαστικό επεξεργασία. μοδίστρα θηλυκό (αρσενικό μόδιστρος). (ενδυμασία, επάγγελμα) η επαγγελματίας που κατασκευάζει γυναικεία ενδύματα.
More meanings for μοδίστρα (modístra). dressmaker noun. μοδίστρα · seamstress noun. ράφτρα, ράπτρια · modiste noun. καλλιτέχνις μοδίστρα, καλλιτέχνις καπέλου.
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. seamstress n, (woman who sews), ράφτρα, μοδίστρα ουσ θηλ. She designs her clothes then has a seamstress make them up.
Μοδίστρα from m.facebook.com
«Μοδίστρα» - εργαστήριο ραπτικής, Athens, Greece. 1079 likes · 13 talking about this · 49 were here. Επιδιορθώσεις και μεταποιήσεις ενδυμάτων παντός τύπου.
Μοδίστρα from el.glosbe.com
Μεταφράσεις του "μοδίστρα" στο δωρεάν λεξικό Ελληνικά - Αγγλικά : tailor, dressmaker, seamstress. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.
743 Followers, 438 Following, 353 Posts - See Instagram photos and videos from ΜΟΔΊΣΤΡΑ - εργαστήριο ραπτικής (@_modistra)
... μοδίστρα και επιδιορθώσεις ενδυμάτων σε Πάτρα, για να επιδιορθώσεις τα ρούχα σου εύκολα και γρήγορα. Δες, γιατί να διαλέξεις μια από τις παρακάτω μοδίστρες ...
Μοδίστρα from m.facebook.com
Auτή είναι η διάσnμη σοκολάτα που αποσúρεται λόγω τοξıκής και επıκίνδuνης οuσiας για την υγεία ▽ · 󰤥 · 󰤦 · 󰤧 · Μάρω Χρίστου - Μοδίστρα. Apr 3󰞋󱟠.
Dec 28, 2014 · #1,837 Napier Christmas + The E-Myth. Tonight we had Christmas with Ben's parents and brothers and nephews and nieces (well, actually, we were ...